Greek Meaning of primal

πρωτόγονος

Other Greek words related to πρωτόγονος

Definitions and Meaning of primal in English

Wordnet

primal (s)

serving as an essential component

having existed from the beginning; in an earliest or original stage or state

FAQs About the word primal

πρωτόγονος

serving as an essential component, having existed from the beginning; in an earliest or original stage or state

μεγάλος,κεντρικός,κυρίαρχος,πρώτο,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,Ανώτατος

τελευταίο,λιγότερο,κατώτερος,ασήμαντος,ανήλικος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος

primaeval => πρωτόγονος, primacy => προτεραιότητα, prima facie => εκ πρώτης όψεως, prima donna => Πριμαντόνα, prima ballerina => Πρίμα μπαλαρίνα,