Greek Meaning of primacy

προτεραιότητα

Other Greek words related to προτεραιότητα

Definitions and Meaning of primacy in English

Wordnet

primacy (n)

the state of being first in importance

FAQs About the word primacy

προτεραιότητα

the state of being first in importance

διάκριση,κυριαρχία,φήμη,Υπεροχή,Ανωτερότητα,κυριαρχία,Ο eminence,επιρροή,αξιονoμνημόνευτο,Υπεροχή

κατωτερότητα,ασήμαντοτητα,μετριότητα,Ασαφής,σκοτάδι

prima facie => εκ πρώτης όψεως, prima donna => Πριμαντόνα, prima ballerina => Πρίμα μπαλαρίνα, prima => πρώτη φωνή, prim up => ετοιμαζω,