Greek Meaning of primary care provider
Γενικός ιατρός
Other Greek words related to Γενικός ιατρός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of primary care provider
- primary care physician => Ιατρός πρωτοβάθμιας φροντίδας
- primary care => Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
- primary atypical pneumonia => Ατυπος πνευμονία
- primary amenorrhea => Πρωτοπαθής αμηνόρροια
- primary => πρωτεύον
- primarily => κυρίως
- primaquine => Πριμακίνη
- primality => πρωτότητα
- primal => πρωτόγονος
- primaeval => πρωτόγονος
- primary cell => Πρωτογενές κύτταρο
- primary censorship => Πρωτογενής λογοκρισία
- primary coil => Πρωτεύουσα περιέλιξη
- primary color => Πρωτογενή χρώματα
- primary color for light => Πρωτεύον χρώμα για το φως
- primary color for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές
- primary colour => Βασικό χρώμα
- primary colour for light => Πρωτεύον χρώμα για φως
- primary colour for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές ουσίες
- primary dentition => Γαλακτοδόντια
Definitions and Meaning of primary care provider in English
primary care provider (n)
a person who helps in identifying or preventing or treating illness or disability
FAQs About the word primary care provider
Γενικός ιατρός
a person who helps in identifying or preventing or treating illness or disability
No synonyms found.
No antonyms found.
primary care physician => Ιατρός πρωτοβάθμιας φροντίδας, primary care => Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, primary atypical pneumonia => Ατυπος πνευμονία, primary amenorrhea => Πρωτοπαθής αμηνόρροια, primary => πρωτεύον,