Greek Meaning of cardinal
καρδινάλιος
Other Greek words related to καρδινάλιος
- μεγάλος
- κεντρικός
- αρχηγός
- κυρίαρχος
- πρώτο
- ο σημαντικότερος
- μεγαλύτερος
- κλειδί
- κύριος
- κυρίαρχος
- πρωτεύον
- διευθυντής
- υψηλότερος
- Κεφάλαιο
- εξαίρετος
- Μεγάλος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- κορυφαία
- μεγάλος
- κύριος
- αριθμός ένα
- αλαζόνας
- επικράτηση
- Ανώτατος
- εξέχων
- Πρωθυπουργός
- πρωτόγονος
- προηγούμενος
- κυρίαρχος
- Ανώτατος
- κυρίαρχος
- Τόξο
- γιορτάζεται
- εξέχον
- διάσημος
- διάσημος
- υψηλού επιπέδου
- διαπρεπής
- σημαντικός
- ασύγκριτος
- επιδραστικός
- απαράμιλλος
- ισχυρός
- σημαντικός
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- Εξαιρετικός
- περίβλεπτος
- Διάσημος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- Σήμα
- σημαντικός
- αστέρι
- αστρικός
- ανώτερος
- κορυφαίο
- απαράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ασύγκριτος
- απαράμιλλος
- Αριθμός 1
- αριθμός ένα
- συντριπτικός
Nearest Words of cardinal
- cardinal bellarmine => Ο Καρδινάλιος Μπελαρμίνο
- cardinal compass point => Κύριος σημείο πυξίδας
- cardinal flower => Πορφυρός λοβέλια
- cardinal grosbeak => Καρδινάλιος
- cardinal newman => Καρδινάλιος Νιούμαν
- cardinal number => αριθμητικό κύριο
- cardinal richelieu => καρδινάλιος Ρισελιέ
- cardinal tetra => Καρδινάλιος τετρα
- cardinal vein => καρδιογόνος φλέβα
- cardinal virtue => Αρετή του καρδινάλιου
Definitions and Meaning of cardinal in English
cardinal (n)
(Roman Catholic Church) one of a group of more than 100 prominent bishops in the Sacred College who advise the Pope and elect new Popes
the number of elements in a mathematical set; denotes a quantity but not the order
a variable color averaging a vivid red
crested thick-billed North American finch having bright red plumage in the male
cardinal (s)
serving as an essential component
cardinal (a)
being or denoting a numerical quantity but not order
cardinal (a.)
Of fundamental importance; preeminent; superior; chief; principal.
One of the ecclesiastical princes who constitute the pope's council, or the sacred college.
A woman's short cloak with a hood.
Mulled red wine.
FAQs About the word cardinal
καρδινάλιος
(Roman Catholic Church) one of a group of more than 100 prominent bishops in the Sacred College who advise the Pope and elect new Popes, the number of elements
μεγάλος,κεντρικός,αρχηγός,κυρίαρχος,πρώτο,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κλειδί,κύριος,κυρίαρχος
τελευταίο,λιγότερο,ανήλικος,ασήμαντος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος,ασήμαντο
cardiidae => Καρδίες, cardigan welsh corgi => Κάργκιγκαν ουαλικός κόργκι, cardigan jacket => Πλεκτό, cardigan => Πουλόβερ, cardiff => Κάρντιφ,