Greek Meaning of synchronizing
συγχρονίζοντας
Other Greek words related to συγχρονίζοντας
Nearest Words of synchronizing
- synchronoscope => Συγχρονισκόπιο
- synchronous => σύγχρονος
- synchronous converter => Συγχρονισμένος μετατροπέας
- synchronous motor => Σύγχρονος κινητήρας
- synchronous operation => Συγχρονισμένη λειτουργία
- synchronously => Συγχρονικά
- synchrony => συγχρονισμός
- synchroscope => Συγχρονισκόπιο
- synchrotron => Συγχροτρον
- synchytriaceae => Συγκιτριίδες
Definitions and Meaning of synchronizing in English
synchronizing (n)
the relation that exists when things occur at the same time
an adjustment that causes something to occur or recur in unison
coordinating by causing to indicate the same time
FAQs About the word synchronizing
συγχρονίζοντας
the relation that exists when things occur at the same time, an adjustment that causes something to occur or recur in unison, coordinating by causing to indicat
συνοδευτικός,Συνυπάρχων,ταυτόχρονος,παρών,ταυτόχρονη εμφάνιση,σύμφωνος,τι συμβαίνει,τυχαίο,Συμβαίνει,εξάτμιση
προηγούμενος,προγενέστερος,επόμενος,θηρευτής,επακόλουθος
synchronizer => συγχρονιστής, synchronized => συγχρονισμένος, synchronize => Συγχρονίζω, synchronization => Συγχρονισμός, synchronism => συγχρονισμός,