FAQs About the word co-occurring

ταυτόχρονη εμφάνιση

to occur at the same time or in the same place

συνοδευτικός,Συνυπάρχων,ταυτόχρονος,παρών,σύμφωνος,τι συμβαίνει,συγχρονίζοντας,τυχαίο,Συμβαίνει,εξάτμιση

προηγούμενος,προγενέστερος,επόμενος,θηρευτής,επακόλουθος

co-occurred => συνέπεσαν, convulsions => σπασμοί, convulsion(s) => Σπασμοί, convulsing => σπασμωδικό, convulses => σπασμός,