Greek Meaning of co-occurring
ταυτόχρονη εμφάνιση
Other Greek words related to ταυτόχρονη εμφάνιση
Nearest Words of co-occurring
Definitions and Meaning of co-occurring in English
co-occurring
to occur at the same time or in the same place
FAQs About the word co-occurring
ταυτόχρονη εμφάνιση
to occur at the same time or in the same place
συνοδευτικός,Συνυπάρχων,ταυτόχρονος,παρών,σύμφωνος,τι συμβαίνει,συγχρονίζοντας,τυχαίο,Συμβαίνει,εξάτμιση
προηγούμενος,προγενέστερος,επόμενος,θηρευτής,επακόλουθος
co-occurred => συνέπεσαν, convulsions => σπασμοί, convulsion(s) => Σπασμοί, convulsing => σπασμωδικό, convulses => σπασμός,