Greek Meaning of convoying
νηοπομπή
Other Greek words related to νηοπομπή
- συνοδευτικός
- παρών
- φέρνοντας
- συνοδεία
- Συνοδός
- Συνοδευτικός
- βλέποντας
- Ξυλοφόρος
- Περπάτημα
- Σύνδεση
- αγωγός
- συναναστροφή
- υπερασπίζοντας
- επόμενος
- φρούρηση
- Καθοδήγηση
- κρεμώντας (γύρω γύρω)
- αιωρούμενος (πάνω από)
- κορυφαία
- κουβέντα
- πλοήγηση
- προστατευτικός
- σκιαγράφηση
- διεύθυνση
- Επισήμανση
- ουρά
- ομαδική εργασία
- Υποδοχή
Nearest Words of convoying
Definitions and Meaning of convoying in English
convoying
a group convoyed, a group convoyed or organized for convenience or protection in moving, the act of convoying, a protective escort (as for ships), to escort for protection, one that convoys, to go with to protect, accompany
FAQs About the word convoying
νηοπομπή
a group convoyed, a group convoyed or organized for convenience or protection in moving, the act of convoying, a protective escort (as for ships), to escort for
συνοδευτικός,παρών,φέρνοντας,συνοδεία,Συνοδός,Συνοδευτικός,βλέποντας,Ξυλοφόρος,Περπάτημα,Σύνδεση
Εγκατάλειψη,εγκατάλειψη,ντάμπινγκ,Τάφρος,εγκατάλειψη
convoyed => συνοδευόμενος, convolutions => ελικες, convoking => σύγκληση, convoked => συγκάλεσε, convocations => συγκλήσεις,