Greek Meaning of ditching
Τάφρος
Other Greek words related to Τάφρος
Nearest Words of ditching
Definitions and Meaning of ditching in English
ditching (p. pr. & vb. n.)
of Ditch
FAQs About the word ditching
Τάφρος
of Ditch
ντάμπινγκ,αναχώρηση,Εγκατάλειψη,φυσητο,τελειώνω (μια σχέση με),Κοπή,εγκατάλειψη,σκούπισμα (παράμερα ή μακριά),δίνω την κρύα πλάτη,εγκατάλειψη
λήψη,(συνδέοντας (με,κάνω φίλους,ασφαλίζοντας (στο ή στο)
ditches => τάφροι, ditcher => κοπανατζής, ditched => παρατημένος, ditch spade => φτυάρι, ditch reed => Καλάμι,