Greek Meaning of high-hatting
αλαζονεία
Other Greek words related to αλαζονεία
- καταφρονητικός
- περιφρονητικώς
- ασέβεια
- κοιτάζοντας προς τα κάτω (πάνω ή προς)
- μύρισμα (σε)
- μύτη
- περπατάω πάνω
- καταφρονώ
- περιφρόνηση για κάποιον
- περιφρόνηση
- προσκοπισμός
- υποτιμητικό
- φταρνίζω σε
- περιφρόνηση
- Κάνω κάποιον να γελάσει
- αποτρόπαιος
- βδελυρός
- Μειωτικός
- θλιβερό
- απαξιωτικός
- αποδοκιμάζων (για)
- δυσμενής
- απαξιωτικός
- κακούργημα
- καταραμένος
- Σκυθρωπός (σε ή προς)
- αηδία
Nearest Words of high-hatting
Definitions and Meaning of high-hatting in English
high-hatting
beaver entry 1 sense 2, a pair of cymbals operated by a foot pedal, snooty, snobbish, to treat in a snobbish manner, behaving like a snob
FAQs About the word high-hatting
αλαζονεία
beaver entry 1 sense 2, a pair of cymbals operated by a foot pedal, snooty, snobbish, to treat in a snobbish manner, behaving like a snob
καταφρονητικός,περιφρονητικώς,ασέβεια,κοιτάζοντας προς τα κάτω (πάνω ή προς),μύρισμα (σε),μύτη,περπατάω πάνω,καταφρονώ,περιφρόνηση για κάποιον,περιφρόνηση
τιμητικός,σεβόμενος,εκτίμηση,Αποδεκτός,θαυμάζοντας,εγκρίνω,φροντίδα (για),Αγάπη,εκτίμηση,βραβείο
high-hatted => με ψηλό καπέλο, high-hat => χαι-χατ, high-flying => άψογος, highflyers => Υψηλοί πετώντες, highfliers => Αριστούχοι,