Greek Meaning of frowning (on or upon)

Σκυθρωπός (σε ή προς)

Other Greek words related to Σκυθρωπός (σε ή προς)

Definitions and Meaning of frowning (on or upon) in English

frowning (on or upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word frowning (on or upon)

Σκυθρωπός (σε ή προς)

κριτικός,αποδοκιμάζων (για),αποστροφή,Τούτινγκ (πάνω ή γύρω),καταδικαστικός,καταγγέλλοντας,απαξιωτικός,αποθαρρυντικό,περιφρονητικός,δυσμενής

Εγκριτικός,ευνοϊκός,συμπάθεια,υποστηρίζων,ανασκαφή,επικύρωση,απολαμβάνοντας,επικυρώνοντας,αγαπώντας,επιβάλλων κυρώσεις

frowning (at or on) => Μουτρωμένος (σε ή πάνω), frowned (on or upon) => συνοφρυώνομαι (πάνω ή πάνω), frown (on or upon) => συνοφρυώνομαι (σε ή πάνω), frown (at or on) => συνοφρυώνομαι (προς ή σε), frowardness => κακοτροπία,