Greek Meaning of frowning (at or on)
Μουτρωμένος (σε ή πάνω)
Other Greek words related to Μουτρωμένος (σε ή πάνω)
- έλεγχος
- κράσπεδο
- αρνούμενος
- θλιβερό
- Απαγορεύει
- αποδοκιμαστικός
- αποθαρρυντικό
- αποστροφή
- απρόθυμος
- αρνούμαι
- Απορριπτικός
- συγκρατημένος
- ανάκληση
- κατασταλτικός
- παρακράτηση
- απαγόρευση
- επικριτικός
- δυσμενής
- απαγορευτικό
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- απαγορευτική
- φύλαξη
- εμποδίζοντας
- απαγορευτικό
- καταπιεστικός
- Επιβάλλοντας
- απαγορεύοντας
- βάζω βέτο
Nearest Words of frowning (at or on)
- frowned (on or upon) => συνοφρυώνομαι (πάνω ή πάνω)
- frown (on or upon) => συνοφρυώνομαι (σε ή πάνω)
- frown (at or on) => συνοφρυώνομαι (προς ή σε)
- frowardness => κακοτροπία
- frou-frous => φρου-φρου
- froufrous => φρουφρού
- frosts => παγετοί
- frostings => παγώματα
- fronts => μέτωπα
- frontline => Πρώτη γραμμή
Definitions and Meaning of frowning (at or on) in English
frowning (at or on)
No definition found for this word.
FAQs About the word frowning (at or on)
Μουτρωμένος (σε ή πάνω)
έλεγχος,κράσπεδο,αρνούμενος,θλιβερό,Απαγορεύει,αποδοκιμαστικός,αποθαρρυντικό,αποστροφή,απρόθυμος,αρνούμαι
συμφωνία (με),επιτρέποντας,εξουσιοδοτώντας,συναίνεση (σε),έχοντας,επιτρέποντας,πόνος,ένταξη (σε),συγκατάθεση σε,θέση σε λειτουργία
frowned (on or upon) => συνοφρυώνομαι (πάνω ή πάνω), frown (on or upon) => συνοφρυώνομαι (σε ή πάνω), frown (at or on) => συνοφρυώνομαι (προς ή σε), frowardness => κακοτροπία, frou-frous => φρου-φρου,