Greek Meaning of snooting

μύτη

Other Greek words related to μύτη

Definitions and Meaning of snooting in English

snooting

nose, nose entry 1 sense 1a, to treat with disdain, a grimace expressive of contempt, snout, snout sense 1, a snooty person

FAQs About the word snooting

μύτη

nose, nose entry 1 sense 1a, to treat with disdain, a grimace expressive of contempt, snout, snout sense 1, a snooty person

καταφρονητικός,περιφρονητικώς,καταφρονώ,ασέβεια,κοιτάζοντας προς τα κάτω (πάνω ή προς),μύρισμα (σε),περπατάω πάνω,προσκοπισμός,υποτιμητικό,αλαζονεία

θαυμάζοντας,τιμητικός,σεβόμενος,εκτίμηση,Αποδεκτός,εκτίμηση,ευνοϊκός,εθελοδουλία,Αγαπημένος.,λατρεία

snooted => με μεγάλη μύτη, snoops => κλεφτάκουστοι, snooping => Κατασκοπεία, snoopers => κλεφτοκυτακτάδες, snooped => ρίχνω μια ματιά,