Greek Meaning of snookered
σε μπελά
Other Greek words related to σε μπελά
- εξαπατημένη
- εξαπατημένος
- Αυταπατώμενος
- Μπερδεμένος
- Γοητευμένος
- έμπλεξε
- καμμένος
- καμένο
- πιάστηκε
- Απατημένος
- παραπλανημένος
- Εξαπατημένος
- αρπάζουν
- εξαπατημένος
- είχε
- εξαπατημένος
- Απατημένος
- ζογκλάροντας
- αστειεύομαι
- παραπλανητικός
- παραπλάνησε
- τσιμπημένος
- πείραξε
- Συγκεχυμένος
- εξαπατηθείς
- ξεγελώ
- Ξεγελάω
- εξαπατημένοι
- παραπληροφορημένος
- χιονισμένος
- πλαστογραφημένο
- κατά μήκος
- ξεγελασμένοι
- αιμορραγία
- σκαλισμένο
- σμιλεμένος
- εξαπατημένος
- κουρεμένος
- ζαμπόν
- έσπευσε
- τιμωρήσει
- βάζω
- καμπύλη
- γδαρμένος
- κολλημένος
- έκανε κάτι σε (κάποιον)
- εξαπάτησε
- ξεγέλασα
- κορόϊδεψαν
- Ξεγελαμένος
- φορούσε
- παραπλανώ κάποιον να κάνει κάτι
- έβαλε κάποιον να τρέξει κυνήγι
- Περνούω πλάκα
- Γελάω κάποιον
- αδικημένος
- συμπιεσμένο
- εξαπατήθηκε
- πήρε μέσα
Nearest Words of snookered
Definitions and Meaning of snookered in English
snookered
a variation of pool played with 15 red balls and 6 variously colored balls, to make a dupe of
FAQs About the word snookered
σε μπελά
a variation of pool played with 15 red balls and 6 variously colored balls, to make a dupe of
εξαπατημένη,εξαπατημένος,Αυταπατώμενος,Μπερδεμένος,Γοητευμένος,έμπλεξε,καμμένος,καμένο,πιάστηκε,Απατημένος
Αποκαλύφθηκε,εκτεθειμένο,αποκάλυψε,είπε,αποκαλυμμένος,απάτητος,εκτεθειμένος,εμφανίστηκε,ξεσκεπασμένος,απογοητευμένος
snobs => σνομπ, snivelling => μυξιάρης, snivelled => μουγκρίζω, sniveled => γκρινιάζω, snitching (on) => καταδοσία (σε),