Greek Meaning of disabused

απογοητευμένος

Other Greek words related to απογοητευμένος

Definitions and Meaning of disabused in English

Wordnet

disabused (s)

freed of a mistaken or misguided notion

Webster

disabused (imp. & p. p.)

of Disabuse

FAQs About the word disabused

απογοητευμένος

freed of a mistaken or misguided notionof Disabuse

απογοητευμένος,Απογοητευμένος,απάτητος,Συμβουλευόταν,ενημέρωσε,εκτεθειμένος,διαψεύστηκε,εκλεπτυσμένος,είπε,πληροφορημένος (αναφορικά με κάτι)

Γοητευμένος,παραπλανημένος,Εξαπατημένος,εξαπατημένος,Ξεγελάω,παραπλανητικός,παραπληροφορημένος,παραπλάνησε,παραποιημένος,πήρε μέσα

disabuse => απογοητεύω, disabling => απενεργοποίηση, disablement => αναπηρία, disabled => ανάπηρος, disable => απενεργοποίηση,