FAQs About the word stung

τσιμπημένος

aroused to impatience or anger

Απατημένος,σκαμμένο,Υπερφορτωμένος,βρεγμένος,υπερφορτωμένος,ψαλιδισμένο,εξαπατημένος,κολλημένος,κουρεμένος,γδαρμένος

υποφορτισμένος

stundist => στουντιστής, stun baton => Πίστολι ηλεκτροσόκ, stun => ζαλίζω, stumpy => κοντόχοντρος, stumpknocker => κόμπος,