Greek Meaning of breaking off (with)

τελειώνω (μια σχέση με)

Other Greek words related to τελειώνω (μια σχέση με)

Definitions and Meaning of breaking off (with) in English

breaking off (with)

No definition found for this word.

FAQs About the word breaking off (with)

τελειώνω (μια σχέση με)

φυσητο,Τάφρος,ντάμπινγκ,αναχώρηση,Εγκατάλειψη,σκούπισμα (παράμερα ή μακριά),Κοπή,εγκατάλειψη,αποχαιρετιστήριο φιλί,φιλί αποχαιρετισμού

(συνδέοντας (με,λήψη,ασφαλίζοντας (στο ή στο),κάνω φίλους

breaking in => διάρρηξη, breaking free => Απελευθέρωση, breaking down => αναλύοντας, breaking bread => σπάζοντας ψωμί, breaking (in) => ληστεία,