Greek Meaning of breaking out (of)

ξεσπώντας (από)

Other Greek words related to ξεσπώντας (από)

Definitions and Meaning of breaking out (of) in English

breaking out (of)

No definition found for this word.

FAQs About the word breaking out (of)

ξεσπώντας (από)

Απελευθέρωση,Καθαρισμός,αποδραπέτητος,φυγόδικος,ιπτάμενος,να βγω έξω,τρέχοντας μακριά,Το σκάω,δραπέτης,πλακάρισμα

αράζω,επίμονος,εναπομείναν,διαμονή,μόνιμος,Επιστρέφοντας,κατοικία,επιστρέφοντας,προσκόλληση,καθυστέρηση

breaking out => απόδραση, breaking off (with) => τελειώνω (μια σχέση με), breaking in => διάρρηξη, breaking free => Απελευθέρωση, breaking down => αναλύοντας,