Greek Meaning of lamming
πλακάρισμα
Other Greek words related to πλακάρισμα
- αποδραπέτητος
- φυγόδικος
- ιπτάμενος
- τρέχοντας μακριά
- δραπέτης
- αποφυγή
- πηγαίνω
- αναχώρηση
- Χάνοντας
- μετακινούμενο
- Τραβώντας
- Απελευθέρωση
- ξεσπώντας (από)
- Καθαρισμός
- έξοδος
- να βγω έξω
- Το σκάω
- Σπρώξιμο (μπροστά)
- περίπατος
- Αποχώρηση
- αναχωρούντος
- ξεμπέρδεμα
- απόδραση δύο ερωτευμένων
- εύπλαστος
- απελευθερωτικός
- απόδοση δικαιώματος ψήφου
- αποφευκτικός
- απελευθέρωση
- απελευθερωτικό
- απελευθερωτικός
- χαλάρωση
- χαλαρός
- διακοπή καπνίσματος
- λυτρωτικός
- Απελευθέρωση
- διάσωση
- αποφυγή
- Απογείωση
- φέρνοντας off
- επίθεση
- αναπήδησης
Nearest Words of lamming
Definitions and Meaning of lamming in English
lamming (p. pr. & vb. n.)
of Lam
FAQs About the word lamming
πλακάρισμα
of Lam
αποδραπέτητος,φυγόδικος,ιπτάμενος,τρέχοντας μακριά,δραπέτης,αποφυγή,πηγαίνω,αναχώρηση,Χάνοντας,μετακινούμενο
κατοικία,επίμονος,εναπομείναν,αράζω,διαμονή,μόνιμος,Επιστρέφοντας,επιστρέφοντας,προσκόλληση,καθυστέρηση
lammergeyer => γυπαετός, lammergeir => Γυπαετός, lammergeier => Γυπαετός, lammed => χάθηκε, lammastide => Λαμαστίδα,