Greek Meaning of companioning
Συνοδός
Other Greek words related to Συνοδός
- συνοδευτικός
- παρών
- φέρνοντας
- συνοδεία
- νηοπομπή
- Καθοδήγηση
- βλέποντας
- Περπάτημα
- Σύνδεση
- Συνοδευτικός
- αγωγός
- συναναστροφή
- υπερασπίζοντας
- επόμενος
- φρούρηση
- κρεμώντας (γύρω γύρω)
- αιωρούμενος (πάνω από)
- κορυφαία
- πλοήγηση
- προστατευτικός
- σκιαγράφηση
- Ξυλοφόρος
- διεύθυνση
- Επισήμανση
- ουρά
- ομαδική εργασία
- Υποδοχή
Nearest Words of companioning
- companions => φίλοι
- companionships => συντροφιές
- company men => Εταιρικοί υπάλληλοι
- companying => Συνοδευτικός
- compare (with) => (συγκρίνω (με))
- compared => συγκρινόμενος
- compared (with) => συγκρινόμενος με
- compared to => σε σύγκριση με
- compared with => εν συγκρίσει με
- comparison shop => Σύγκριση αγορών
Definitions and Meaning of companioning in English
companioning
companionway, a hood covering at the top of a companionway, a celestial body that appears close to another but that may or may not be associated with it in space, a book, manual, etc., that provides information or advice about a particular subject, one that often accompanies another, one of a pair of matching things, rascal, to keep company (see company entry 1 sense 1a), one employed to live with and serve another, one that keeps company with another, one that accompanies another, one that is closely connected with something similar, accompany, a person employed to live with and serve another
FAQs About the word companioning
Συνοδός
companionway, a hood covering at the top of a companionway, a celestial body that appears close to another but that may or may not be associated with it in spac
συνοδευτικός,παρών,φέρνοντας,συνοδεία,νηοπομπή,Καθοδήγηση,βλέποντας,Περπάτημα,Σύνδεση,Συνοδευτικός
Εγκατάλειψη,εγκατάλειψη,ντάμπινγκ,Τάφρος,εγκατάλειψη
companies => εταιρίες, compadres => φίλοι, compadre => Σύντροφος, compacts => συμπαγής, compacting => συμπίεση,