Greek Meaning of proportioning
αναλογικά
Other Greek words related to αναλογικά
- διαχείριση
- κατανομή
- κατανομή
- ιδιοποίηση
- ανάθεσης
- Εκταμιεύων
- Διανομή
- διανομή
- διαιρών
- Επίπλωση
- Κλήρωση
- δελτίο
- σχίση
- παρέχοντας
- εκχώρηση
- (ασχολία)
- διανομή
- διανομή
- διανέμοντας
- Μέτρηση (έξω)
- μέτρηση (έξω)
- μερίδα
- αναλογική κατανομή
- παρέχοντας
- ανακατανομή
- κοινή χρήση
- επιτρέποντας
- απονέμοντας
- κυκλοφορούν
- συμβάλλοντα
- διασπείρω
- διασπείροντας
- έκδοση
- χωρισμό
- διασκόρπιση
- ρύθμιση
- διαμοιρασμός
- μέτρηση
- μοίρασμα
- δωρεάν (έξω)
- διανομή (έξω)
- κατανομή (έξω)
- δωρίζω
- υπόσχεση
- εξάπλωση
- Συνεισφέρειν
- Επαναδιάθεση
- Επανάκατανομή
Nearest Words of proportioning
Definitions and Meaning of proportioning in English
proportioning
quota, percentage, a statement of equality between two ratios in which the first of the four terms divided by the second equals the third divided by the fourth (as in 4/2=10/5) compare extreme sense 1b, mean sense 1c, to adjust something to fit with something else, a fair or just share, to adjust (a part or thing) in size relative to other parts or things, the size, number, or amount of one thing or group as compared to the size, number, or amount of another, the relation of one part to another or to the whole with respect to magnitude, quantity, or degree, a balanced or pleasing arrangement, proper or equal share, dimension sense 1b, to make the parts of harmonious or symmetrical, to make the parts of go well with each other, proportional sense 1, a statement of the equality of two ratios (as ⁴⁄₂ = ¹⁰⁄₅) compare extreme entry 2 sense 2, mean entry 4 sense 2b, harmonious relation of parts to each other or to the whole, size entry 1, dimension, apportion, allot
FAQs About the word proportioning
αναλογικά
quota, percentage, a statement of equality between two ratios in which the first of the four terms divided by the second equals the third divided by the fourth
διαχείριση,κατανομή,κατανομή,ιδιοποίηση,ανάθεσης,Εκταμιεύων,Διανομή,διανομή,διαιρών,Επίπλωση
μειούμενη,αρνούμενος,Απαγορεύει,αρνούμαι,Απορριπτικός,παρακράτηση,στέρηση από,εσφαλμένη κατανομή,πρέσσα,απρόθυμα
proportioned => αναλογικός, propitiating => εξευμενιστικός, propitiates => εξευμενίζει, propitiated => εξευμενίζω, propines => φιλοδώρημα,