Greek Meaning of divvying (up)

μοίρασμα

Other Greek words related to μοίρασμα

Definitions and Meaning of divvying (up) in English

divvying (up)

divide, share

FAQs About the word divvying (up)

μοίρασμα

divide, share

διαιρών,σχίση,(ασχολία),διανομή,διανομή,διανέμοντας,Μέτρηση (έξω),μέτρηση (έξω),διανομή (έξω),κοινή χρήση

μειούμενη,αρνούμενος,αρνούμαι,Απορριπτικός,παρακράτηση,στέρηση από,Απαγορεύει,εσφαλμένη κατανομή,απρόθυμα,πρέσσα

divvy (up) => μοιράζω, divvied (up) => διαιρεμένα (σε μέρη), divulges => αποκαλύπτει, divorces => διαζύγια, divisions => τμήματα,