Greek Meaning of lotting

Κλήρωση

Other Greek words related to Κλήρωση

Definitions and Meaning of lotting in English

Webster

lotting (p. pr. & vb. n.)

of Lot

FAQs About the word lotting

Κλήρωση

of Lot

εκχώρηση,κατανομή,ανάθεσης,διανομή,διαχείριση,επιτρέποντας,κατανομή,συναλλαγή,διαιρών,Giving = Δίνοντας

αρνούμενος,στέρηση από,φύλαξη,διατήρηση,παρακράτηση,ιδιοποίηση,απρόθυμα,δημεύω,φειδωλός,αλαζόνας

lottery winner => Νικητής λαχειοφόρου αγοράς, lottery => λαχειοφόρος αγορά, lotteries => Λαχεία, lotted => ταξινομημένα, lotte => Lotti,