Greek Meaning of lotting
Κλήρωση
Other Greek words related to Κλήρωση
- εκχώρηση
- κατανομή
- ανάθεσης
- διανομή
- διαχείριση
- επιτρέποντας
- κατανομή
- συναλλαγή
- διαιρών
- Giving = Δίνοντας
- παραχώρηση
- μέτρηση
- αναλογική κατανομή
- δελτίο
- κοινή χρήση
- σχίση
- σύμφωνα με
- μέτρηση
- απονέμοντας
- συμβάλλοντα
- Διανομή
- διανομή
- δωρίζω
- επιμέριση
- διανέμοντας
- Μέτρηση
- μέτρηση (έξω)
- διανομή (έξω)
- κατανομή (έξω)
- χωρισμό
- μερίδα
- Επαναδιάθεση
- Επανάκατανομή
- Επανάθεση
- ανακατανομή
- Κράτηση
Nearest Words of lotting
- lotto => లొట్టో
- loture => ποδόλουτρο
- lotus => Λωτός
- lotus americanus => Αμερικάνικος λωτός
- lotus berthelotii => Λωτός του Μπερτελότι
- lotus corniculatus => Τριφύλλι με πόδια πουλιού
- lotus land => Γη του λωτού
- lotus position => στάση του λωτού
- lotus tetragonolobus => Τετράγωνος λοτός
- lotus tree => Λωτός
Definitions and Meaning of lotting in English
lotting (p. pr. & vb. n.)
of Lot
FAQs About the word lotting
Κλήρωση
of Lot
εκχώρηση,κατανομή,ανάθεσης,διανομή,διαχείριση,επιτρέποντας,κατανομή,συναλλαγή,διαιρών,Giving = Δίνοντας
αρνούμενος,στέρηση από,φύλαξη,διατήρηση,παρακράτηση,ιδιοποίηση,απρόθυμα,δημεύω,φειδωλός,αλαζόνας
lottery winner => Νικητής λαχειοφόρου αγοράς, lottery => λαχειοφόρος αγορά, lotteries => Λαχεία, lotted => ταξινομημένα, lotte => Lotti,