Greek Meaning of lotted

ταξινομημένα

Other Greek words related to ταξινομημένα

Definitions and Meaning of lotted in English

Webster

lotted (imp. & p. p.)

of Lot

FAQs About the word lotted

ταξινομημένα

of Lot

εκχωρημένος,διατεθεί,εκχωρηθείς,διανεμημένος,επιτρεπόμενο,κατανεμημένο,διαιρεμένος,έδωσε,μετρημένος,δελτιωμένο

αρνηθεί,στερημένος (από),κράτησε,Διατηρημένα,κατεχόμενος,δεσμευμένο,φθονώ,κατασχεθεί,τσιγκούνης,αλαζονικός

lotte => Lotti, lot's wife => Η γυναίκα του Λωτ, lots => πολλά, lotos-eater => Λωτοφάγος, lotos => λωτός,