Greek Meaning of dealt

ασχολήθηκα

Other Greek words related to ασχολήθηκα

Definitions and Meaning of dealt in English

Webster

dealt (imp. & p. p.)

of Deal

FAQs About the word dealt

ασχολήθηκα

of Deal

διαπραγματευμένος,πωλημένος,εμπορεύεται,ανταλλάχθηκε,αγορασμένη,Παρεμπορίου,ανταλλάχθηκε,Εμπορευθεί,συναλλαγμένη,δημοπρατημένος

μελαμψός,μποϊκοταρισμένος,μαυροπινακισμένος

dealings => συναλλαγές, dealing => συναλλαγή, dealignment => κακή ευθυγράμμιση, dealfish => Μπράμι, dealership => αντιπροσωπεία,