Greek Meaning of boycotted
μποϊκοταρισμένος
Other Greek words related to μποϊκοταρισμένος
Nearest Words of boycotted
Definitions and Meaning of boycotted in English
boycotted (imp. & p. p.)
of Boycott
FAQs About the word boycotted
μποϊκοταρισμένος
of Boycott
μαυροπινακισμένος,μελαμψός
ασχολήθηκα,διαπραγματευμένος,εμπορεύεται,Εμπορευθεί,δημοπρατημένος,Διαπραγματεύομαι,ανταλλάχθηκε,ανταλλάχθηκε,πουλήθηκε ξανά,ανταλλάχθηκε
boycott => μποϊκοτάζ, boyaux => σπλάχνα, boyaus => έντερα / σπλάχνα, boyau => έντερο, boyard => Μπογιάρος,