FAQs About the word boyhood

παιδική ηλικία

the childhood of a boyThe state of being a boy; the time during which one is a boy.

εφηβεία,παιδική ηλικία,Κοριτσίστικα χρόνια,Νηπιακή ηλικία,βρεφική ηλικία,μειονότητα,ανήλικα χρόνια,άνοιξη,Νεολαία,βρεφική ηλικία

ενηλικίωση,Πλειοψηφία,μέση ηλικία,μέση ηλικία,χειμώνας,ηλιοβασίλεμα

boyfriend => αγόρι, boyer => Μπόγιερ, boydekin => Αγόρι, boycottism => μποϊκοτάζ, boycotting => μποϊκοτάζ,