FAQs About the word immaturity

Ανηλικοτητα

not having reached maturityThe state or quality of being immature or not fully developed; unripeness; incompleteness.

εφηβεία,βρεφική ηλικία,νεανικότητα,μειονότητα,βρεφική ηλικία,παιδική ηλικία,παιδική ηλικία,Νηπιακή ηλικία,Κοριτσίστικα χρόνια,νεότητα

ενηλικίωση,Πλειοψηφία,μέση ηλικία,μέση ηλικία,ηλιοβασίλεμα,χειμώνας

immatureness => Ανωριμότητα, immaturely => απρόωρα, immatured => Ανώριμος , immature => Ανώριμος, immateriate => Άυλος,