Greek Meaning of girlhood
Κοριτσίστικα χρόνια
Other Greek words related to Κοριτσίστικα χρόνια
Nearest Words of girlhood
Definitions and Meaning of girlhood in English
girlhood (n)
the childhood of a girl
girlhood (n.)
State or time of being a girl.
FAQs About the word girlhood
Κοριτσίστικα χρόνια
the childhood of a girlState or time of being a girl.
εφηβεία,παιδική ηλικία,παιδική ηλικία,μειονότητα,άνοιξη,Νηπιακή ηλικία,Νεολαία,βρεφική ηλικία,Ανηλικοτητα,βρεφική ηλικία
ενηλικίωση,Πλειοψηφία,μέση ηλικία,μέση ηλικία,χειμώνας,ηλιοβασίλεμα
girlfriend => φίλη, girl scouts => Προσκόπινες, girl scout => Προσκοπίνα, girl friday => Παρασκευούλα, girl => κορίτσι,