Greek Meaning of girlishness
Κοριτσίστικοτητα
Other Greek words related to Κοριτσίστικοτητα
Nearest Words of girlishness
Definitions and Meaning of girlishness in English
girlishness (n)
being characteristic of a girl
FAQs About the word girlishness
Κοριτσίστικοτητα
being characteristic of a girl
θηλυκότητα,θηλυκότητα,Θηλυκότητα,Θηλυκότητα,Θηλυκότητα,θηλυπρέπεια,αναποτελεσματικότητα,Κοριτσίστικα χρόνια,θηλυκότητα,γυναικεία φύση
ανδρισμός,Ανδρισμός,Ανδρισμός,ανδρισμός,ανδρόγυνος,παιδικότητα,χлоμικότητα,ανδρισμός
girlishly => κοριτσίστικα, girlish => κοριτσίστικος, girlhood => Κοριτσίστικα χρόνια, girlfriend => φίλη, girl scouts => Προσκόπινες,