FAQs About the word femininity

θηλυκότητα

the trait of behaving in ways considered typical for womenThe quality or nature of the female sex; womanliness., The female form.

Θηλυκότητα,θηλυκότητα,Θηλυκότητα,Θηλυκότητα,θηλυπρέπεια,Κοριτσίστικοτητα,θηλυκότητα,γυναικεία φύση

ανδρισμός,Ανδρισμός,Ανδρισμός,ανδρισμός,ανδρόγυνος,παιδικότητα,ανδρισμός,χлоμικότητα

feminineness => θηλυκότητα, femininely => θηλυκά, feminine rhyme => Θηλυκό ομοιοκατάληκτο, feminine => θηλυκός, femineity => θηλυκότητα,