FAQs About the word boyishness

παιδικότητα

being characteristic of a boyThe manners or behavior of a boy.

Ανδρισμός,χлоμικότητα,ανδρισμός,Ανδρισμός,ανδρισμός,Ανδρισμός,ανδρισμός,ματσίλα,μάτσο

θηλυκότητα,Κοριτσίστικοτητα,Θηλυκότητα,Θηλυκότητα,θηλυπρέπεια,θηλυκότητα,Κοριτσίστικα χρόνια,αναποτελεσματικότητα,θηλυκότητα

boyishly => παιδαριωδώς, boyish => αγορίστικος, boyhood => παιδική ηλικία, boyfriend => αγόρι, boyer => Μπόγιερ,