Greek Meaning of machismo
ματσίλα
Other Greek words related to ματσίλα
Nearest Words of machismo
- machinist's vise => σφιγκτήρας μηχανουργού
- machinist => Μηχανικός
- machining => κατεργασία
- machine-wash => Πλυντήριο
- machinery => μηχανήματα
- machine-readable text => Μηχανογραφούμενο κείμενο
- machiner => μηχανικός
- machine-oriented language => Γλώσσα προσανατολισμένη σε μηχάνημα
- machine-made => μηχανής
- machinelike => μηχανικός
Definitions and Meaning of machismo in English
machismo (n)
exaggerated masculinity
FAQs About the word machismo
ματσίλα
exaggerated masculinity
Ανδρισμός,μάτσο,Ανδρισμός,ανδρισμός,Ανδρισμός,ανδρισμός,παιδικότητα
θηλυκότητα,Θηλυκότητα,Θηλυκότητα,θηλυπρέπεια,θηλυκότητα,Κοριτσίστικα χρόνια,Κοριτσίστικοτητα,θηλυκότητα
machinist's vise => σφιγκτήρας μηχανουργού, machinist => Μηχανικός, machining => κατεργασία, machine-wash => Πλυντήριο, machinery => μηχανήματα,