Greek Meaning of womanliness

Θηλυκότητα

Other Greek words related to Θηλυκότητα

Definitions and Meaning of womanliness in English

Wordnet

womanliness (n)

the trait of being womanly; having the characteristics of an adult female

Webster

womanliness (n.)

The quality or state of being womanly.

FAQs About the word womanliness

Θηλυκότητα

the trait of being womanly; having the characteristics of an adult femaleThe quality or state of being womanly.

θηλυκότητα,Θηλυκότητα,Θηλυκότητα,θηλυκότητα,θηλυπρέπεια,Κοριτσίστικα χρόνια,Κοριτσίστικοτητα,θηλυκότητα,γυναικεία φύση

ανδρισμός,Ανδρισμός,Ανδρισμός,ανδρισμός,ανδρόγυνος,παιδικότητα,ανδρισμός,χлоμικότητα

womanlike => θηλυκό, womanless => γυναίκεια, womankind => Γυναίκες, womanizer => γυναικάς, womanize => Γ γυναικάς,