Greek Meaning of toddlerhood
Νηπιακή ηλικία
Other Greek words related to Νηπιακή ηλικία
Nearest Words of toddlerhood
- toddlers => Νήπια
- to-dos => Πράγματα που πρέπει να γίνουν
- tog (out or up) => τυλιγμένος (έξω ή πάνω)
- tog (up or out) => ντύνεσθαι
- togged (up or out) => ντυμένος (επίσημα)
- togging (out or up) => αλλαγή (ρούχων) (έξω ή πάνω)
- togging (up or out) => Ντύσιμο (πάνω ή κάτω)
- toggled => εναλλάχθηκε
- toggles => διακόπτες
- toggling => εναλλαγή
Definitions and Meaning of toddlerhood in English
toddlerhood
a young child, a young child usually between one and three years old, a person who toddles
FAQs About the word toddlerhood
Νηπιακή ηλικία
a young child, a young child usually between one and three years old, a person who toddles
εφηβεία,παιδική ηλικία,παιδική ηλικία,Κοριτσίστικα χρόνια,βρεφική ηλικία,Ανηλικοτητα,βρεφική ηλικία,μειονότητα,άνοιξη,Νεολαία
ενηλικίωση,Πλειοψηφία,μέση ηλικία,χειμώνας,μέση ηλικία,ηλιοβασίλεμα
todays => σήμερα, toasty => Τηγανητό, toads => φρύνοι, to the point => στο θέμα, to the nines => Στην εντέλεια,