Greek Meaning of toddlers
Νήπια
Other Greek words related to Νήπια
- παιδια
- νεογνό
- έφηβοι
- βρέφη
- ανήλικοι
- παιδιά
- παιδιά
- παιδιά
- νηπιαγωγεία
- νεογνά
- Νεογνά
- παιδιά προσχολικής ηλικίας
- παιδιά
- Νήπια
- πιτσιρίκια
- νέοι
- Μωρά
- παλικάρια
- χερουβείμ
- ανήλικοι
- πίθηκοι
- σπράτος
- έφηβοι
- νέοι
- παιδιά
- παιδιά
- Παιδιά
- παιδιά
- παιδιά
- μπουμπούκια
- κοτοπουλάκια
- Κουταβάκια
- νηπιαγωγεία
- παιδιά
- νεοσσοί
- μαθητές
- μαθητές
- μαθήτριες
- μαθητές
- σαρδέλα
- βλαστάρι
- ψεκάζει
- έφηβοι
- αχινοί
- Απογαλακτισμένοι
- κουτάβια
- μούλοι
- νέοι
- Χερουβείμ
- τανάλια
- Μπόμπι σόκερς
- σκανδαλίστρες
- δαιμóνια
- Θορυβώδεις άνθρωποι
- παιδιά
- σκανταλιές
- προ-έφηβοι
- Πρινήλικες
- παρανομίες
- παλιόπαιδα
- απατεώνες
- Χαλιάρης
- ξυριστικές μηχανές
- striplings
- προέφηβοι
- λιγάκι
- έφηβοι
- έφηβοι
- αγοροκόριτσα
- Παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο παιδικής και εφηβικής ηλικίας
Nearest Words of toddlers
- to-dos => Πράγματα που πρέπει να γίνουν
- tog (out or up) => τυλιγμένος (έξω ή πάνω)
- tog (up or out) => ντύνεσθαι
- togged (up or out) => ντυμένος (επίσημα)
- togging (out or up) => αλλαγή (ρούχων) (έξω ή πάνω)
- togging (up or out) => Ντύσιμο (πάνω ή κάτω)
- toggled => εναλλάχθηκε
- toggles => διακόπτες
- toggling => εναλλαγή
- toil(s) => κόπωση
Definitions and Meaning of toddlers in English
toddlers
a young child, a young child usually between one and three years old, a person who toddles
FAQs About the word toddlers
Νήπια
a young child, a young child usually between one and three years old, a person who toddles
παιδια,νεογνό,έφηβοι,βρέφη,ανήλικοι,παιδιά,παιδιά,παιδιά,νηπιαγωγεία,νεογνά
αρχαίοι,ενήλικες,ηλικιωμένοι,μεσήλικες,ηλικιωμένοι,ηλικιωμένοι πολίτες,ηλικιωμένοι,χρυσοί γέροντες,παλιοσειρές,ενήλικες
toddlerhood => Νηπιακή ηλικία, todays => σήμερα, toasty => Τηγανητό, toads => φρύνοι, to the point => στο θέμα,