Greek Meaning of schoolkids

μαθητές

Other Greek words related to μαθητές

Definitions and Meaning of schoolkids in English

schoolkids

a child or teenager attending school

FAQs About the word schoolkids

μαθητές

a child or teenager attending school

έφηβοι,παιδιά,νηπιαγωγεία,νηπιαγωγεία,παιδιά προσχολικής ηλικίας,μαθητές,μαθητές,μαθήτριες,Μωρά,παιδια

ενήλικες,ενήλικες,ηλικιωμένοι,αρχαίοι,ηλικιωμένοι,χρυσοί γέροντες,μεσήλικες,ηλικιωμένοι,παλιοσειρές,ηλικιωμένοι πολίτες

schoolkid => μαθητής, schoolgirls => μαθήτριες, schoolchildren => μαθητές, schoolboys => μαθητές, school bag => Σάκος σχολείου,