FAQs About the word oldsters

ηλικιωμένοι

an old or elderly person

ενήλικες,ηλικιωμένοι,Γηριατρική,παλιοσειρές,αρχαίοι,χρυσοί γέροντες,γέροντες,ηλικιωμένοι πολίτες,ηλικιωμένοι,γριές

νέοι,νέοι,έφηβοι,παιδια,παιδιά,ανήλικοι,ανήλικοι,παιδιά

old-school => θεσμικός, olds => ηλικιωμένοι, old-maidishness => γεροντοκόρη, oldfangled => παλιομοδίτικη, old wives' tales => γριάς παραμύθια,