FAQs About the word dowagers

χήρες

a widow holding property or a title from her deceased husband, a dignified elderly woman

μαίες,κυρίες,μητριάρχες,μητέρες,γιαγιάδες,γιαγιάδες,οι μητέρες,μητέρες,μαμάδες,μητέρες

No antonyms found.

dovetails => Ουρές περιστεριού, doves => Περιστέρια, dovecots => Περιστερεώνες, dovecotes => περιστερώνας, dove (into) => περιστέρι (μέσα),