FAQs About the word grandames

γιαγιάδες

grandmother sense 1, an old woman, a dam's or sire's dam, grandmother

γριές,γριά,χήρες,ενήλικες,γέροντες,ενήλικες,πατριάρχες,ηλικιωμένοι πολίτες,λευκόγενεις,αρχαίοι

έφηβοι,ανήλικοι,νέοι,νέοι,παιδια,ανήλικοι,παιδιά,Κουταβάκια

grandame => γιαγιά, grandaddy => παππούς, grandaddies => προπάππουδες, grand old man => μεγάλος γέρος, grand finale => ο μεγάλος τελικός,