Greek Meaning of dourness
μελαγχολία
Other Greek words related to μελαγχολία
- Αδιαφορία
- αγριότητα
- αμείλικτη συμπεριφορά
- πείσμα
- ασκητισμός
- λιτότητα
- λιτότητα
- Σκληροκαρδία
- σκληρότητα
- σκληρότητα
- Ακαμψία
- μοναχισμός
- πεισματικότητα
- ανηλεής
- ακαμψία
- ακαμψία
- βαρύτητα
- σταθερότητα
- αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- Αποφασιστικότητα
- ακρίβεια
- Στερεότητα
- Επιμονή
- αποφασίζω
- Αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- Εμμονή
Nearest Words of dourness
Definitions and Meaning of dourness in English
dourness
gloomy, sullen, stern, harsh, looking or being stern or sullen, obstinate, unyielding
FAQs About the word dourness
μελαγχολία
gloomy, sullen, stern, harsh, looking or being stern or sullen, obstinate, unyielding
Αδιαφορία,αγριότητα,αμείλικτη συμπεριφορά,πείσμα,ασκητισμός,λιτότητα,λιτότητα,Σκληροκαρδία,σκληρότητα,σκληρότητα
ευελιξία,ευγένεια,επιείκεια,καλοσύνη,χαλαρότητα,υπομονή,απαλότητα,τρυφερότητα,ανεκτικότητα,συμμόρφωση
doughboys => ζύμη, doubts => αμφιβολίες, doubtlessness => αναμφίβολα, doubtingly => με αμφιβολία, doubted => αμφέβαλε,