Greek Meaning of stringency

αυστηρότητα

Other Greek words related to αυστηρότητα

Definitions and Meaning of stringency in English

Wordnet

stringency (n)

a state occasioned by scarcity of money and a shortage of credit

conscientious attention to rules and details

FAQs About the word stringency

αυστηρότητα

a state occasioned by scarcity of money and a shortage of credit, conscientious attention to rules and details

βαρύτητα,σκληρότητα,σκληρότητα,Ακαμψία,ακαμψία,ακαμψία,Αυστηρότητα,αυστηρότητα,αυστηρότητα,ασκητισμός

ευελιξία,ευγένεια,υπομονή,απαλότητα,τρυφερότητα,ανεκτικότητα,συμμόρφωση,ανεκτικότητα,επιείκεια,καλοσύνη

stringed instrument => έγχορδο όργανο, string up => Κρεμάω, string tie => παπιγιόν , string theory => Θεωρία Χορδών, string section => Εγχόρδων,