FAQs About the word mamas

οι μητέρες

mother, mother entry 1 sense 1a, wife, woman

μαμάδες,μητέρες,μητέρες,μαμάδες,αλλά,ντομάτες,μητριάρχες,μαίες,Γηραιές κυρίες,μητριές

No antonyms found.

malt liquors => ποτά με βύνη, mallets => Σφυρί, malisons => κατάρες, malingerers => τσακιστήδες, maligns => δυσφημεί,