FAQs About the word old ladies

Γηραιές κυρίες

mother, one's wife or mother, girlfriend, wife, a woman with whom a man lives

μητέρες,μητέρες,μητέρες,μητέρες,οι μητέρες,αλλά,μαμάδες,μαμάδες,ντομάτες,μητριάρχες

No antonyms found.

old hat => ξεπερασμένος, old hands => Παλιοί, OKs => Eντάξει, OK'ing => Εντάξει, okeydokey => εντάξει,