Greek Meaning of jackanapeses
Θορυβώδεις άνθρωποι
Other Greek words related to Θορυβώδεις άνθρωποι
- Χερουβείμ
- χερουβείμ
- πίθηκοι
- νεογνό
- παιδιά
- δαιμóνια
- βρέφη
- σκανταλιές
- νεογνά
- νεοσσοί
- Νεογνά
- παιδιά προσχολικής ηλικίας
- παρανομίες
- παλιόπαιδα
- απατεώνες
- Χαλιάρης
- προέφηβοι
- παιδιά
- Νήπια
- αχινοί
- Απογαλακτισμένοι
- μούλοι
- Μωρά
- ανήλικοι
- έφηβοι
- έφηβοι
- παιδιά
- διάβολοι
- διαβολεμένος
- σκανδαλίστρες
- νηπιαγωγεία
- νηπιαγωγεία
- Πρινήλικες
- μαθητές
- μαθητές
- μαθήτριες
- μαθητές
- ξυριστικές μηχανές
- striplings
- έφηβοι
- έφηβοι
- έφηβοι
- Νήπια
- Παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο παιδικής και εφηβικής ηλικίας
- πιτσιρίκια
- παλικάρια
- παιδια
- τανάλια
- σπράτος
- νέοι
- παιδιά
- Παιδιά
- παιδιά
- Μπόμπι σόκερς
- μπουμπούκια
- κοτοπουλάκια
- Κουταβάκια
- ανήλικοι
- παιδιά
- παιδιά
- παιδιά
- παιδιά
- παιδιά
- προ-έφηβοι
- σαρδέλα
- βλαστάρι
- ψεκάζει
- λιγάκι
- αγοροκόριτσα
- κουτάβια
- νέοι
- νέοι
Nearest Words of jackanapeses
- jackasses => Γαϊδουρια
- jackbooted => Φουσκωμένος
- jacked (up) => ανεβασμένο (πάνω)
- jackets => μπουφάν
- jacking (up) => ανύψωση
- jackknives => μαχαίρες jack
- jackleg => Τσαρλατάνος
- jack-of-all-trades => μάστορας για όλες τις δουλειές
- jacks (up) => γρύλος
- jacks-of-all-trades => Δάσκαλε που δίδασκες και λόγου σου εμάθαινες
Definitions and Meaning of jackanapeses in English
jackanapeses
monkey, ape, an impudent or conceited fellow, a saucy or mischievous child
FAQs About the word jackanapeses
Θορυβώδεις άνθρωποι
monkey, ape, an impudent or conceited fellow, a saucy or mischievous child
Χερουβείμ,χερουβείμ,πίθηκοι,νεογνό,παιδιά,δαιμóνια,βρέφη,σκανταλιές,νεογνά,νεοσσοί
ενήλικες,ενήλικες,ηλικιωμένοι πολίτες,αρχαίοι,ηλικιωμένοι,χρυσοί γέροντες,μεσήλικες,ηλικιωμένοι,παλιοσειρές,ηλικιωμένοι
jack (up) => Γρύλλος (για ανύψωση), jabbed => τρύπησε, ivory-towerish => Ελεφαντοστέινος, ivory-towered => Ελεφαντοστέινος πύργος, iterations => επαναλήψεις,