Greek Meaning of weanlings

Απογαλακτισμένοι

Other Greek words related to Απογαλακτισμένοι

Definitions and Meaning of weanlings in English

weanlings

a child or animal newly weaned

FAQs About the word weanlings

Απογαλακτισμένοι

a child or animal newly weaned

νεογνό,έφηβοι,παιδιά,μπουμπούκια,κοτοπουλάκια,βρέφη,ανήλικοι,παιδιά,παιδιά,νεογνά

αρχαίοι,ενήλικες,ηλικιωμένοι,μεσήλικες,ηλικιωμένοι,παλιοσειρές,ηλικιωμένοι πολίτες,ηλικιωμένοι,χρυσοί γέροντες,ενήλικες

wealths => πλούτο, weals => σύνδρομο ερυθήματος χεριών και ποδιών, weaknesses => αδυναμίες, weak-mindedness => αδυναμία, weaklings => αδύναμοι,