Greek Meaning of wearing on
φθορά
Other Greek words related to φθορά
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- αποκτώντας
- ερεθιστικός
- διώκτης
- ενοχλητικός
- καιόμενος
- πηγαίνοντας στο
- χάκινγκ (απενεργοποίηση)
- βάζω έξω
- επιδεινούμενος
- θυμωμένος
- Τρίψιμο
- τρώω
- εκνευριστικός
- γλάσο
- Ενοχλητικός
- σίτα
- γκρινιάρης
- εξοργιστικός
- φαγούρα
- κνίδωση
- πικάν
- βασανίζει
- προκλητικός
- ράσπα
- εκνευριστικό
- ανακάτεμα
- πειράγματα
- ενοχλητικός
- ανησυχητικό
- Νευριάζω κάποιον
- πιάνει παντόφλα
- ερεθιστικός
- γκρίνια
- Με τη χειρότερη δυνατή, τρόπο
- εκνευρίζει
- φτύνω
- ενοχλώ
- αναστάτωση
- ενοχλητικός
- δόλωμα
- διαβολικός
- δυσάρεστος
- αποσυνθετικός
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- Εξαγριωτικό
- εξασκούμενος
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- γιουχάρισμα
- θυμίαμα
- φλεγμονώδης
- προσβλητικός
- τρελός
- γκρινιάρης
- προσβλητικός
- Εξοργιστικό
- ενοχλητικό
- παρενόχληση
- πίκρα
- Ανάστατος
- διεγερτικός
- ακύρωση
- αναστατωτικός
- ανταγωνιζόμενος
- κοροϊδία, ειρωνεία
- εκφοβισμός
- φλεγμονώδης
- τρελό
- χαγκρίντινγκ
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ανησυχητική
Nearest Words of wearing on
Definitions and Meaning of wearing on in English
wearing on
irritate, fray, to become trite, unconvincing, or out-of-date, to exhaust or lessen the strength of, to have the controlling authority in a household, to damage, destroy, or make less by use or by scraping or rubbing, the state of being worn, to diminish or decay through use, exhibit, present, clothing or an article of clothing usually of a particular kind, to carry on the person, to have or show an appearance of, to bear or have on the person, to accept or tolerate without complaint, to stand up under use, to endure use, clothing worn for a special occasion or popular during a specific period, to lessen or end with the passage of time, to cause to deteriorate by use, to hold the rank or dignity or position signified by (an ornament), to impair or diminish by use or attrition, to reach a certain condition gradually, to grow or become by attrition or use, to produce gradually by wearing, take on sense 3a, the act of wearing, to change to an opposite tack by turning the stern to the wind compare tack, to retain quality or vitality, to become weak or ready to give way, to use habitually for clothing, adornment, or assistance, to use as an article of clothing, adornment, or assistance, to cause (a ship) to go about with the stern presented to the wind, to produce gradually by friction or attrition, the result of wearing or use, fashion, vogue, to tire or weaken, wearing quality, to show or fly (a flag or colors) on a ship, to diminish or fail with the passage of time, clothing or an article of clothing usually of a particular kind or for a special occasion or use
FAQs About the word wearing on
φθορά
irritate, fray, to become trite, unconvincing, or out-of-date, to exhaust or lessen the strength of, to have the controlling authority in a household, to damage
ενοχλητικό,ενοχλητικός,αποκτώντας,ερεθιστικός,διώκτης,ενοχλητικός,καιόμενος,πηγαίνοντας στο,χάκινγκ (απενεργοποίηση),βάζω έξω
ηρεμιστικό,ελπιδοφόρος,απολαυστικός,ικανοποιητικός,εξευμενιστικός,προθυμος,κατευναστικός,ηρεμιστικό,ευχάριστος,καθησυχαστικός
wearing down => φθορά, wearing (away) => Φθορά (μακριά), wearilessly => ακούραστα, wearies => κουρασμένοι, wearables => φορητές συσκευές,