Greek Meaning of devilling
διαβολικός
Other Greek words related to διαβολικός
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- βασανιστικός
- επίμονος
- Τρίψιμο
- Περίπατος με το σκύλο
- υπενθύμιση
- εκνευριστικός
- τριβή
- Ενοχλητικός
- αποκτώντας
- τρωκτική
- σίτα
- ερεθιστικός
- κνίδωση
- διώκτης
- παρενόχληση
- πικάν
- πίκρα
- ράσπα
- εκνευριστικό
- Ανάστατος
- βασανιστικός
- ανησυχητικό
- ενοχλητικός
- ανησυχητικό
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- βάζω έξω
- Βασανιστικός
- αναστάτωση
- θυμωμένος
- πολιορκώντας
- Πολιορκώντας
- ενοχλητικός
- οδηγώντας
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- Εξαγριωτικό
- παρενόχληση
- φλεγμονώδης
- εξοργιστικός
- τρελός
- ενοχλητικός
- Εξοργιστικό
- βασανίζει
- προκλητικός
- ανταγωνιζόμενος
- ενοχλητικός
- κυνηγημένο
- Εισβολή (σε)
- ενοχλητικός
- καταπατητική
- θυμίαμα
- παραβίαση
- εισβάλλοντας
- ενοχλητικό
- παράβαση
- Επέμβαση
- κόβω (κάποιον)
- φλεγμονώδης
Nearest Words of devilling
- devil-may-care => Άφοβος
- devilment => δαιμονικότητα
- devilries => διαβολιές
- devilry => διαβολία
- devil's advocate => Συνήγορος του διαβόλου
- devil's apples => Διαβολόμηλα
- devil's cigar => Το πούρο του διαβόλου
- devil's claw => Διάβολο νύχι
- devil's darning needle => βελόνα του διαβόλου
- devil's darning-needle => Δαγκάνα του διαβόλου
Definitions and Meaning of devilling in English
devilling ()
of Devil
FAQs About the word devilling
διαβολικός
of Devil
επιδεινούμενος,ενοχλητικό,βασανιστικός,επίμονος,Τρίψιμο,Περίπατος με το σκύλο,υπενθύμιση,εκνευριστικός,τριβή,Ενοχλητικός
ηρεμιστικό,αγνοώντας,λήθη,αγνοώντας,αναχώρηση,προθυμος,υποτιμητικό,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,απολαυστικός
devilled => διαβολεμένος, devilkin => Διάβολοι, devilize => δαιμονοποιώ, devilism => Δαιμονισμός, devilishly => διαβολικά,