FAQs About the word roiling

Ανάστατος

(of a liquid) agitated vigorously; in a state of turbulenceof Roil

βράζω,ανάδευση,βράζων,στροβιλιζόμενο,κουραστικός,γνέσιμο,Ανάδευση,στροβιλιζόμενος,αναστάτωση,ζαλισμένος

καταπραϋντικός,υποχωρών,μειούμενου

roiled => ταραγμένος, roil => ανακατεύω, roial => βασιλικός, roi => απόδοση της επένδυσης, rohypnol => Rohypnol,