FAQs About the word roisterer

τσαμπουκάς

an especially noisy and unrestrained merrymakerA blustering, turbulent fellow.

εορταστής,γιορταστής,γλεντζές,χαρμόσυνο,γλεντζές,Γλεντζές,καλεσμένος σε πάρτι,γλεντζές,Βακχανάλια,πότης

χαρμπαλάς,Χαλασοκόσμος

roister => ταραχοποιός, roist => αλήτης, roint => σημείο, roinish => roinish, roin => ροίν,