Greek Meaning of gnawing
τρωκτική
Other Greek words related to τρωκτική
Nearest Words of gnawing
Definitions and Meaning of gnawing in English
gnawing (p. pr. & vb. n.)
of Gnaw
FAQs About the word gnawing
τρωκτική
of Gnaw
τρώω,ερεθοποιός,δαγκωμένο (beißend),διάβρωση,Καταστροφικός,τριβή,Τσιμπολόγημα,αναλύοντας,αποσυνθέτειν,καταστροφικός
αναζωογονητικός,Αναψυκτικός,αναζωογονητικός,αναγεννητικός,αναζωογονητικός,ανανέωση,Αποκατάσταση,αναζωογονητικός,αναβιωτικό,αναζωογονητικός
gnawer => τρωκτικό, gnawed => ροκανισμένος, gnaw at => ροκανίζω, gnaw => ροκανίζω, gnatworm => σκουλήκι κουνουπιού,